- σάγο
- το, και σάγος, ο, Ναμυλώδης εδώδιμη ουσία που εξάγεται από την εντεριώνη τού κορμού διαφόρων ειδών φοινίκων, ιδίως τού γένους μητρόξυλο, και η οποία αποτελεί εύπεπτη τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sago < μαλαισιακό sagu].
Dictionary of Greek. 2013.